Ελληνικά
  • Αγγλικά
  • Ιταλικά
  • Ισπανικά

Το Κάστρο της Ναυπάκτου

Ιστορική επισκόπηση
Το κάστρο της Ναυπάκτου με τις διαδοχικές κατασκευαστικές φάσεις από την αρχαιότητα έως την Τουρκοκρατία, παρά τις φθορές που παρουσιάζει σε πολλά σημεία του, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα της φρουριακής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, είναι δε συνυφασμένο με την ιστορία της πόλης. Η πρώτη οχύρωση, σύμφωνα με την παράδοση, δημιουργήθηκε ήδη κατάτον 12ο αι. π.Χ. από τους Δωριείς. Η ακρόπολη οχυρώθηκε κατά τους κλασικούς χρόνους, ενώ στην πρωτοβυζαντινή περίοδο ο Προκόπιος κάνει λόγο για τις σημαντικές οχυρώσεις.Τον 9ο αιώνα μιλούν για το οχυρωμένο ύψωμα και οι συνεχιστές του χρονογράφου και εκκλησιαστικού συγγραφέα Θεοφάνη. Οι οχυρώσεις που είναι ορατές ως σήμερα ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος τους και με λίγες μεταγενέστερες επεμβάσεις, έγιναν με την καθοδήγηση ενετών μηχανικών κατά τη διάρκεια της Α΄ Ενετοκρατίας (1407-1499). Οι λίγες πληροφορίες που έχουμε από τις πηγές για τις εργασίες κατασκευής προέρχονται από την αλληλογραφία του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου, μικρογραφίες χειρογράφων, τα αρχεία της Βενετίας που αφορούν όμως κυρίως τις δαπάνες για τα οχυρωματικά έργα και από τα ευρήματα σποραδικών ανασκαφών.
Η ακρόπολη
Ο κεντρικός πυρήνας του κάστρου είναι κτισμένος κυκλικά στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει της πόλης της Ναυπάκτου σε υψόμετρο 200μ. περίπου, στη θέση όπου ίσως βρισκόταν η αρχαία ακρόπολη, αργότερα η βυζαντινή και ταυτίζεται με το ενετικό Peritorio. Η ακρόπολη, συνολικής έκτασης 2 στρεμμάτων, είναι το καλύτερα οχυρωμένο τμήμα του συγκροτήματος, το ύστατο καταφύγιο σε περίπτωση πολιορκίας. Περιλαμβάνει έναν βυζαντινό κεντρικό πύργο δύο ακόμη πλευρικούς πύργους, ένα συγκρότημα αιθουσών - αποθηκών και μεγάλη δεξαμενή αποθήκευσης νερού η οποία παρείχε τη δυνατότητα αυτονομίας σε περίπτωση πολιορκίας. Στο χώρο της ακρόπολης υπάρχει η μικρή εκκλησία του Προφήτη Ηλία, κτισμένη στη θέση του τζαμιού Μπαμπά-Τσαούς που με τη σειρά του κτίστηκε πάνω σε βυζαντινή εκκλησία, γλυπτά και μαρμαροθετήματα της οποίας βρίσκονται κατά χώραν. Σε μικρή απόσταση από το ναό σώζεται ένα ακόμη βυζαντινό κτίριο που πιθανόν χρησιμοποιούνταν ως λουτρό. Βορειότερα διακρίνονται τα ερείπια βυζαντινού ναού, τμήμα του οποίου, με τα χαρακτηριστικά τοξωτά πλίνθινα ανοίγματα, ενσωματώθηκε αργότερα στην οχύρωση και είναι ορατό και σήμερα στον επισκέπτη.
Τα διαζώματα-περιτειχίσματα
Δύο βραχίονες, τμήματα τείχους τα οποία ξεκινούν από την ακρόπολη και ακολουθούν την κλίση του εδάφους, κατεβαίνουν ο ένας ανατολικά και ο άλλος δυτικά και κλείνουν την είσοδο του μικρού λιμανιού. Τέσσερα εγκάρσια τμήματα τείχους ενώνουν τους δύο αυτούς βραχίονες σχηματίζοντας από την κορυφή ως τη θάλασσα πέντε αμυντικά περιτειχίσματα ή διαζώματα. Στα δύο κατώτερα εξ αυτών εκτείνεται ο οικισμός μέσα στο φρούριο και το λιμάνι της Ναυπάκτου. Το κάστρο της Ναυπάκτου προστατευόταν από μία τάφρο η οποία εκτείνονταν ανατολικά στους δύο χαμηλότερους περιβόλους και δυτικά περιορίζονταν στον πρώτο εξωτερικό περίβολο από την πλευρά της θάλασσας. Οι πύλες του κάστρου είναι τέσσερις και ανοίγονται στα περιμετρικά τείχη. Δύο από αυτές βρίσκονται στην ανατολική και δυτική πλευρά του χαμηλότερου διαζώματος ενώ η τρίτη βρίσκεται στο ΒΑ άκρο του αμέσως επόμενου διαζώματος, στο σημείο όπου το εξωτερικό τμήμα του τείχους, μετά την παρεμβολή κυκλικού προμαχώνα, αλλάζει κατεύθυνση και στρέφεται δυτικά και κατόπιν βόρεια προκειμένου να συναντήσει το οχυρό της κορυφής. Η τέταρτη πύλη αποτελείται στην πραγματικότητα από ένα σύστημα τριών επάλληλων πυλών, στο δυτικό εξωτερικό τείχος του τρίτου περιβόλου από την κορυφή του κάστρου. Η δυτική πύλη του κατώτερου διαζώματος, δηλαδή της κάτω πόλης, αποτελείται από το βενετσιάνικο δίπυλο που κατά την οθωμανική κυριαρχία (μετά το 1714) επενδύθηκε με λίθινο ενισχυτικό μανδύα. Την ίδια εποχή προστέθηκε πιθανόν εμπρός από την εξωτερική είσοδο μία ακόμη πύλη εφοδιασμένη με καταχύστρα. Κάτω από την καταχύστρα, λίγο ψηλότερα από το κλειδί του τόξου της τελευταίας πύλης σώζεται η σχετική κτητορική επιγραφή όπου είναι σκαλισμένη η χρονολογία από Εγίρας 1126 = 1714.
Η ανατολική πύλη του εξωτερικού περιτειχίσματος (κατώτερου διαζώματος), η επονομαζόμενη πύλη των Σαλώνων δεν σώζεται σήμερα. Κοντά στην ανατολική πύλη του αμέσως επόμενου τειχίσματος υπάρχει κυκλικός πύργος, στην εξωτερική πλευρά του οποίου βρίσκεται πλάκα με επίπεδο ανάγλυφο του λιονταριού του αγίου Μάρκου. Κάτω από το λιοντάρι υπήρχε δεύτερη πλάκα με οικόσημα (σήμερα έχει αποτοιχισθεί) με τη χρονολογία MCCCCLX (=1460). Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τη χρονολόγηση των οχυρώσεων, είναι η αρχιτεκτονική λεπτομέρεια του εξέχοντος ημικυκλικού κυματίου (cordon), χαρακτηριστική στις βενετσιάνικες οχυρώσεις, όπως παρατηρείται κάτω από τις επάλξεις του πύργου. Το στοιχείο αυτό συναντάται και στο γωνιακό προμαχώνα βόρεια από την ανατολική πύλη του κάτω περιτειχίσματος. Σε κάθε εγκάρσιο τείχος υπάρχει μία πύλη η οποία οδηγεί στον επόμενο περίβολο. Από αυτές η πιο σημαντική είναι η Σιδερόπορτα, στον εξωτερικό περίβολο. Αποτελείται από ένα θύρωμα και μία καταχύστρα στο ύψος των επάλξεων. Στη βάση της καταχύστρας, επάνω σε τρία φουρούσια, στηρίζεται υπέρθυρο με ανάγλυφο διάκοσμο στον τύπο αναγεννησιακού ιταλικού θυρεού το οποίο πιθανόν τοποθετήθηκε μαζί με τις παραστάδες σε δεύτερη χρήση την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η πύλη της παραλίας καλύπτεται με χαμηλωμένη καμάρα και προστατεύεται από καταχύστρα και κυλινδρικό πυργίσκο με οξυκόρυφη στέγαση.
Τα τείχη των δύο κατωτέρων διαζωμάτων ενισχύονται κατά διαστήματα με κυκλικούς ή τετράγωνους πύργους και σώζονται σε καλή κατάσταση. Οι διαφοροποιήσεις στην τοιχοποιία εμφανείς σε πολλά σημεία του τείχους, μαρτυρούν και τις διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις του. Τα τείχη σε ορισμένα τμήματα έχουν υποστεί συνεχείς μετασκευές για ν’ αντιμετωπίσουν εξελιγμένα πυροβόλα όπλα και για το λόγο αυτό ενισχύονται με προμαχώνες όπως ο ογκώδης πεταλόσχημος προμαχώνας με μέτωπο προς το λιμάνι, γνωστός με το όνομα «ντάπια Τσαούς». Το μεγαλύτερο μέρος των τειχών είναι κατασκευασμένο με αδρά λαξευμένους λίθους, θραύσματα πλίνθων και κεραμιδιών και άφθονο συνδετικό κονίαμα. Υπάρχουν επίσης τμήματα που είναι κατασκευασμένα με καλοδουλεμένους ορθογώνιους ασβεστόλιθους και ασβεστοκονίαμα, όπως ο κυκλικός βενετσιάνικος πύργος στα ανατολικά του κάστρου και άλλα με σπόλια από κτίρια της πόλης όπως τα εξωτερικά τείχη του λιμανιού. Τα τείχη επιστέφονται κυρίως με δίρριχτες επάλξεις και είναι ενισχυμένα με πολεμίστρες. Τα διαζώματα μεταξύ των περιτειχισμάτων είχαν το καθένα διαφορετική ονομασία. 'Ετσι η ακρόπολη ονομαζόταν Peritorio, το τρίτο διάζωμα Uromasio/Uromiari, ενώ το τέταρτο διάζωμα περιλάμβανε το “Νιόκαστρο” ή “Ανω Πόλη”. Σ’ αυτό το διάζωμα βρίσκεται το αναπαλαιωμένο αρχοντικό της οικογένειας Τζαβέλα, συγκρότημα οθωμανικών λουτρών με τους χαρακτηριστικούς διάτρητους θόλους και βρύσες με εντοιχισμένα βυζαντινά και οθωμανικά γλυπτά (περιοχή του Βεζύρ Τζαμί). Ανατολικότερα πάνω σε κυκλικό προμαχώνα υψώνεται ο πύργος του Ρολογιού. Στο τελευταίο διάζωμα, τη «Βροντόλακα», περικλείεται η «Έσω Πόλη» και το ενετικό λιμάνι. Δίπλα στο λιμάνι σώζεται ισλαμικό τέμενος (Φετιχιέ Τζαμί). Δυτικά, πάνω από τον δημόσιο δρόμο ορθώνεται η επιβλητική «ντάπια του Μπότσαρη» η οποία συνδέεται με τον Μποτσαραίικο πύργο. Σήμερα ο φρουριακός χαρακτήρας του κάστρου έχει αλλοιωθεί. Τμήματα των τειχών κατεδαφίστηκαν για ν’ αναπτυχθεί ο πολεοδομικός ιστός της πόλης, ωστόσο διατηρείται ακόμη η ατμόσφαιρα της παλαιάς καστροπολιτείας.