Παναξιώτισσα
Ο βυζαντινός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου της Παναξιώτισσας βρίσκεται σε ειδυλλιακό τοπίο ανάμεσα σε ελιές και πεύκα, 2 χλμ βόρεια της Γαυρολίμνης (ΔΕ Χάλκειας), πάνω στον παλαιό δρόμο που ένωνε τη Γαυρολίμνη με τη Ναύπακτο και δίπλα σε χάνι που έδωσε το όνομα στο σημερινό παρακείμενο χωριό “Χάνια Γαυρολίμνης”. Η λόγια επωνυμία, πιθανόν μοναδική στον ορθόδοξο χώρο έχει ερμηνευθεί ως «αυτήν που αξιώθηκε των πάντων». Η χρονολόγηση του μνημείου τοποθετείται από τους περισσότερους ερευνητές στο β' μισό του 10ου αι.
Αρχιτεκτονική
Η εκκλησία ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο και στην κατηγορία των «ελλαδικών μεταβατικών ναών». Ανατολικά υπάρχουν τρεις ημικυκλικές αψίδες και δυτικά νάρθηκας. Τρεις είσοδοι, μία σε κάθε πλευρά του νάρθηκα, οδηγούν στον εσωτερικό χώρο. Στη στέγη διαγράφεται με σαφήνεια ο σταυρός στο κέντρο του οποίου υψώνεται ο τρούλος και στις απολήξεις του σχηματίζονται αετώματα ενώ τα γωνιαία διαμερίσματα έχουν χαμηλότερη στέγη. Εσωτερικά ο ναός καλύπεται με καμάρες. Στην κατασκευή χρησιμοποιήθηκαν ασβεστόπετρες, κονίαμα, σειρές πλίνθων (μονές, διπλές ή και πολλαπλές) σε οριζόντιες στρώσεις, οδοντωτές ταινίες, κ.ά.. Ο ανάλαφρος κομψός τρούλλος, έργο πραγματικά προικισμένων μαστόρων, είναι κτισμένος μόνον με πλίνθους και αποτελεί εξαιρετικό δείγμα συμφωνίας κεραμοπλαστικών μοτίβων (οδοντωτή ταινία περιβάλλει τα πλινθόκτιστα παράθυρα, ζωφόρος με ρόμβους, κ.α). Εσωτερικά ο ναός κατά τη βυζαντινή εποχή είχε τοιχογραφίες από τις οποίες σήμερα σώζεται μόνον η παράσταση των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.
Σημαντικός αριθμός επισκεπτών συγκεντρώνεται κάθε χρόνο στη θεία λειτουργία που τελείται τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα. Ακολουθούν φιλόξενα κεράσματα και παραδοσιακοί χοροί.Παλαιοχριστιανική βασιλική Αγίας Τριάδας
Στο λόφο της Αγίας Τριάδας στη θέση της αρχαίας Χαλκίδας κτίστηκε μία εντυπωσιακού μεγέθους παλαιοχριστιανική βασιλική που καλύπτει μία έκταση χιλίων τετραγωνικών μέτρων χωρίς τα προσκτίσματα και χρονολογείται στον 6ο αι. Εντοπίστηκαν επίσης αποθηκευτικοί χώροι, τράπεζα, εστία, κελιά, κοιμητήριο. Δεύτερος ναός του 10ου. αι. κτίστηκε στα ερείπια του κεντρικού κλίτους όταν η παλαιοχριστιανική βασιλική ερημώθηκε. Το μέγεθος του λατρευτικού συγκροτήματος οδήγησε τους ερευνητές στην υπόθεση ότι πρόκειται για επισκοπικό ναό που εξυπηρετούσε τις ανάγκες ευρύτερου γεωγραφικού και πληθυσμιακού χώρου.
Η καλοδιατηρημένη βυζαντινή οχύρωση ακολουθεί την παλαιότερη του κλασικού περιβόλου της ακρόπολης. Από τα ευρήματα των ανασκαφών ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο «θησαυρός» βυζαντινών νομισμάτων του 10ου αιώνα.
Σπηλιές και μοναστήρια της Βαράσοβας
Το όρος Βαράσοβα βρίσκεται στο ΝΔ τμήμα του Ν. Αιτ/νίας, στη ΔΕ Χάλκειας του Δήμου Ναυπακτίας. Τη βυζαντινή εποχή ήταν γνωστό και ως «το Άγιον ΄Ορος της Αιτωλίας», καθώς υπήρξε σημαντικό ασκητικό κέντρο ιδιαίτερα από τον 10ο αι. αλλά και στα χρόνια μετά την άλωση.
Από τα σπήλαια – ασκηταριά της περιοχής περισσότερο γνωστό είναι το σπήλαιο των Αγίων Πατέρων με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες του 10ου – 11ου αι. που αντανακλούν την τέχνη των μνημείων της Καππαδοκίας και των τοιχογραφημένων σπηλαίων της Κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με τους ιστορικούς η Βαράσοβα βρισκόταν στην πορεία του «μεγάλου δρόμου» που τη μεσο-βυζαντινή περίοδο ξεκινούσε από την Τραπεζούντα περνούσε από την Κων/λη και τη Θεσσαλονίκη έφτανε στην Κόρινθο, έπιανε σκάλα στη Βαράσοβα και από εκεί κατέληγε στην Κάτω Ιταλία.
Ο επισκέπτης φθάνει στο σπήλαιο των Αγίων Πατέρων μετά από ανάβαση – πορεία 2 ωρών.
Το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου της Βαράσοβας
Το βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Νικολάου Βαράσοβας είναι κτισμένο σε σπηλαιώδες άνοιγμα στη νότια πλευρά της Βαράσοβας μεταξύ των χωριών Κάτω Βασιλικής και Κρυονερίου. Η πρόσβαση είναι δυνατή από τη θάλασσα και μετά από πορεία 20 περίπου λεπτών.
Το μοναστήρι ήταν ερειπωμένο και μετά από συστηματική ανασκαφή αναστηλώθηκε πρόσφατα. Είχε φρουριακό χαρακτήρα και λειτουργούσε από τον 9ο ως τον 19ο αι. Περιλαμβάνει μικρό ναό, βοηθητικούς χώρους ενώ το άνοιγμα καλύπτονταν με διώροφο κτίριο κελιών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα δεύτερο σπήλαιο με διττό ρόλο: καταφύγιο των μοναχών από τις επιδρομές των πειρατών ή «εγκλείστρα ησυχασμού» για τους μοναχούς.
Ο επισκέπτης μπορεί να προσεγγίσει το ειδικά διαμορφωμένο μικρό λιμανάκι με πλοιάρια από την Κάτω Βασιλική.