Ελληνικά
  • Αγγλικά
  • Ιταλικά
  • Ισπανικά

Ναυτική Τεχνολογία


Η πολεμική και ναυτική τεχνολογία στο β' μισό του 16ου αιώνα

Όπλα και οπλισμός
Αρκετοί ιστορικοί έχουν τονίσει το ρόλο των πυροβόλων όπλων στο μετασχηματισμό του συσχετισμού δυνάμεων από τα μέσα του 15ου αι. κ.ε. Στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου αρκετοί εξηγούν τη νίκη των δυτικών δυνάμεων χάρη στη βενετική -κυρίως- υπεροπλία σε πυροβόλα. Πάντως φαίνεται ότι αυτή η εξήγηση πρώτη δόθηκε από τους ίδιους τους Βενετούς, που ήθελαν να καρπωθούν τη δόξα και τα οφέλη από τη νίκη, αποσιωπώντας το γεγονός ότι τα όπλα τους τα χειρίζονταν κυρίως άντρες που ανήκαν στην ισπανική δύναμη και μισθοφόροι. Οι Οθωμανοί αντίθετα έδιναν μεγαλύτερο βάρος στην πολεμική τακτική, ενώ οι άντρες τους, μαθημένοι να πολεμούν έφιπποι και χρησιμοποιώντας κυρίως το τόξο ως όπλο, ήταν εξασκημένοι για αμφίβιες επιχειρήσεις.

Πλοία και σκάφη

Γαλέρα
“the perfect galley should capture precisely the attributes of a graceful young woman, whose every aspect should manifest swiftness, vivacity and extreme agility” Cristoforo de Canal, Venetian Commander of the Adriatic, 1562

Για αιώνες η ναυτική τεχνολογία είχε να παρουσιάσει μικρή εξέλιξη από την ελληνική τριήρη του 5ου αιώνα π.Χ. Η ανάγκη να ενσωματωθούν πυροβόλα όπλα στα πολεμικά σκάφη άρχισε σιγά σιγά να προκαλεί αλλαγές στο σχεδιασμό των πλοίων. Στις γαλέρες για παράδειγμα χρειάστηκε να γίνει πιο επίπεδη η πλώρη για να χωρέσει το κανόνι, ενώ αντίστοιχα η πρύμνη έπρεπε να γίνει βαρύτερη για να εξισορροπεί το πρόσθετο βάρος του κανονιού μπροστά. Παράλληλα έμφαση δινόταν στη διακόσμηση τόσο των σκαφών όσο και των όπλων που έφεραν, σε μια προσπάθεια εντυπωσιασμού όχι τόσο του αντιπάλου όσο του ίδιου του πληρώματος, που αισθανόταν υπερήφανο για το πλοίο που επάνδρωνε και υπερασπιζόταν με τη ζωή του. Βασικός τύπος πολεμικού πλοίου παρέμεινε η γαλέρα μέχρι την εμφάνιση των ατμόπλοιων στο 19ο αιώνα. Το μεγάλο προσόν της ήταν ότι μπορούσε να προσεγγίσει γρήγορα τις ακτές και να απομακρυνθεί εξίσου γοργά, με αποτέλεσμα να δίνει τη δυνατότητα και για χερσαίο πόλεμο (με απόβαση της στρατιωτικής δύναμης που μετέφερε). Ήταν πλοίο με χαμηλό βύθισμα και στενό σκαρί, ασταθές και εύκολο να αναποδογυρίσει, αλλά από την άλλη μεριά ευέλικτο, ικανό να πλευρίσει με άνεση τα μεγαλύτερα σκαριά (γαλιότες και γαλιόνια) και να τα χτυπήσει με τα πρωραία ή πρυμναία κανόνια, ενώ θα απέφευγε τις βολές των δικών τους κανονιών, τοποθετημένων ψηλότερα από τα ζωτικά μέρη μιας γαλέρας. Μια οθωμανική γαλέρα ήταν επανδρωμένη κατά μέσο όρο με περίπου 150-170 κωπηλάτες, 50-75 στρατιώτες, περίπου 30 ναύτες και κάπου 15 ηγετικά στελέχη.
Άλλο σημαντικό προσόν ήταν ότι οι γαλέρες ναυπηγούνταν γρήγορα (άρα πολλές κατασκευάζονταν μόνον όταν διαφαινόταν στον ορίζοντα προοπτική ναυτικής αντιπαράθεσης) και κυρίως ότι έβγαιναν εύκολα στη στεριά για να διαχειμάσουν ή να συντηρηθούν. Αυτό παρέτεινε σημαντικά τη διάρκεια ζωής τους σε σχέση με τα μεγαλύτερα και δυσκίνητα σκαριά, που σάπιζαν γρήγορα μέσα στο νερό. Συνακόλουθο θετικό αποτέλεσμα ήταν και το μικρό κόστος για τη συντήρησή τους, καθώς δεν υπήρχε ανάγκη να παραμένουν τα πληρώματα εντός των πλοίων. Οι βενετικές γαλέρες διέφεραν σε αρκετά σημεία έναντι των Οθωμανικών. Το κυριότερο προσόν των τελευταίων ήταν τα πανάλαφρα πανιά τους, που τους έδιναν μεγαλύτερη ταχύτητα. Για να διευκολύνεται η καθοδήγηση του σκάφους με δυνατό αέρα οι μεγαλύτερες γαλέρες έφεραν και δεύτερο, τετράγωνο πανί επάνω σε ένα πρωραίο κατάρτι, κοντύτερο και ελαφρά λοξό. Σταδιακά αυτό εξελίχθηκε σε κανονικό δεύτερο κατάρτι. Τα οθωμανικά σκαριά ήταν φαρδύτερα και συνήθως ελαφρύτερα, αφού οι Οθωμανοί απέφευγαν να μεταφέρουν πολύ βαρύ οπλισμό και πολλά κανόνια. Η δύναμη κίνησης, όταν δεν χρησιμοποιούσαν τα πανιά ή στην ώρα των ελιγμών, ήταν οι κωπηλάτες. Κατά μέσο όρο μια γαλέρα είχε 24 με 26 σειρές κωπηλατών σε κάθε πλευρά και 3 άντρες σε κάθε κουπί. Υπήρχαν δύο συστήματα, το μονόκωπο (alla sensile), με ένα κουπί ανά κωπηλάτη, ή το a scallocio, όπου τρεις τουλάχιστον κωπηλάτες κινούσαν το ίδιο κουπί. Συχνά όμως χρησιμοποιούνταν και συνδυασμός των δύο στο ίδιο σκάφος. Οι ζωγραφικές απεικονίσεις της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου εικονίζουν αποκλειστικά μονόκωπα σκαριά, αλλά αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η μεγαλύτερη γαλέρα την εποχή της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου ήταν η ναυαρχίδα του Δον Χουάν της Αυστρίας, που αναφέρεται με το όνομα La Real (δηλαδή το βασιλικό πλοίο). Στο Ναυτικό Μουσείο της Βαρκελώνης έχει κατασκευαστεί ένα αντίγραφό της και σύμφωνα με υπολογισμούς ζύγιζε 237 τόνους άδεια, απαιτούσε 290 κωπηλάτες, μετέφερε 300 ναύτες και στρατιώτες. Η ημερήσια κατανάλωση του πληρώματος σε νερό και φαγητό άγγιζε τους δύο τόνους.
Γαλεάσσες
Η Γαλεάσσα ήταν εξέλιξη της γαλέρας με πολεμική κυρίως χρήση. Ήταν αμφικίνητη, δηλαδή χρησιμοποιούσε και κωπηλάτες αλλά και πανιά, κυρίως τριγωνικά λατίνια, ενώ η σημαντική της διαφορά από τη γαλέρα ήταν η προσθήκη ενός καταστρώματος που κάλυπτε εντελώς το πλοίο. Ο συνηθέστερος αριθμός κουπιών ήταν τα 52. Ήταν εφοδιασμένη με περίπου 10 κανόνια στην πλώρη και 8 στην πρύμνη, ενώ στις πλευρές της ήταν εγκατεστημένα λιθοβόλα κανόνια.

Γαλιόνια
Ο όρος γαλλιόνι χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει μια μεγάλη γαλέρα η οποία άρχισε να χρησιμοποιείται στις υπερπόντιες εξερευνήσεις ήδη από το 13ο αιώνα. Ωστόσο τα γαλλιόνια που ήταν σε χρήση στο β' μισό του 16ου αιώνα είχαν εξελιχθεί σε πλοία με χαμηλή πλώρη, μακρύτερο σκαρί και πολλά καταστρώματα (αντί για τη μονοκούβερτη γαλλέρα). Ο τύπος αυτός καραβιού κυριαρχούσε στις αποστολές του Ατλαντικού και Ινδικού Ωκεανού την εποχή αυτή των ανακαλύψεων. Ήταν αποκλειστικά ιστιοφόρα σκάφη με τρία ή τέσσερα κατάρτια, ενώ σύντομα εξελίχθηκαν σε πολεμικά πλοία με βαρύ οπλισμό, κυρίως κανόνια. Ακολουθούσαν ωστόσο τις εμπορικές αποστολές και μετέφεραν και τα ίδια εμπορεύματα και προϊόντα.
Γαλιότες
Η γαλιότα αποτελούσε επίσης εξέλιξη της γαλέρας. Ήταν μικρότερη σε μέγεθος, με 16 ή 18 ζευγάρια κουπιά και μόνον ένα κωπηλάτη σε κάθε πλευρά. Ήταν εφοδιασμένη με δύο κατάρτια και τα πανιά της ήταν τριγωνικά (λατίνια). Ήταν ιδιαίτερα ευέλικτο σκάφος και γι' αυτό χρησιμοποιήθηκε πολύ για πολεμικούς σκοπούς. Το Οθωμανικό ναυτικό χρησιμοποιούσε πολλές γαλιότες, ίσως επειδή ήταν σκάφη που χρησιμοποιούσαν κατά κόρον οι πειρατές της βορείου Αφρικής, πολλοί από τους οποίους εξελίχθηκαν στη συνέχεια σε Οθωμανούς ναυάρχους. Λόγω του χαμηλού κόστους κατασκευής και συντήρησης ήταν το σκαρί που προτιμήθηκε από τους Έλληνες καραβοκύρηδες του τέλους του 18ου-αρχών του 19ου αιώνα για την εμπορική τους δραστηριότητα. Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση τα πλοία αυτά μετατράπηκαν εύκολα από εμπορικά σε πολεμικά και κατάφεραν αποφασιστικές νίκες κατά του Οθωμανικού στόλου.
 
Το έμψυχο δυναμικό
Οι κωπηλάτες στις γαλέρες απαρτίζονταν από τρεις κατηγορίες ανδρών: α) αυτούς που είχαν καταταγεί, συχνά ως μισθοφόροι, και ήταν συνάμα και στρατιώτες, β) τους επαγγελματίες ναύτες, πολλοί από τους οποίους ήταν Έλληνες, οι οποίοι συχνά ήταν αναξιόπιστοι, γιατί σε περίπτωση που έβλεπαν ότι έχαναν τη μάχη μπορούσαν να στασιάσουν και γ) τους σκλάβους ή κατάδικους, που είχαν ως αποκλειστικό καθήκον να κωπηλατούν, μέχρι τέλους. Εκτός από τους ενεργούς κωπηλάτες υπήρχε και μια σημαντική δύναμη “εφεδρικών”, συνήθως μεταξύ των ναυτών. Συγγραφείς της εποχής αναφέρουν ότι η κάθε γαλέρα και ο τρόπος με τον οποίον αυτή λειτουργούσε εξαρτιόταν αποκλειστικά από τον καπετάνιο, συνήθως ναυτικό καριέρας (αν και υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις, όπως στη Ναύπακτο, όπου στρατιωτικοί των χερσαίων δυνάμεων καλούνταν να αναλάβουν τη διακυβέρνηση πλοίων). Τα πλοία μετέφεραν επίσης έναν σημαντικό αριθμό ναυτών, που εκτελούσαν καθήκοντα κυρίως στο κατάστρωμα, καθώς και έναν αριθμό πολεμιστών και επιτελών που καθόριζαν τους ελιγμούς και την πολεμική τακτική που θα ακολουθούνταν.