Φετιχιέ Τζαμί
Το σημαντικότερο οθωμανικό τέμενος της Ναυπάκτου βρίσκεται στον ανατολικό λιμενοβραχίονα του ενετικού λιμανιού. Κτίστηκε μετά την κατάληψη της πόλης το 1499 από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β Βελή και η ονομασία του Φετιχιέ ή Φετιχιγιέ Τζαμί (Fethiye) σημαίνει «Τέμενος της κατάκτησης”. Επίσης είναι γνωστό στις οθωμανικές πηγές και ως «Μπαγεζίντι Βελή Τζαμί» (Βậyezid-I Velî Cậmii), από το όνομα του σουλτάνου.Το Φετιχιέ Τζαμί αποτελείται από μια μεγάλη αίθουσα τετράγωνης κάτοψης (9,12Χ9,13μ.) η οποία επικοινωνεί βόρεια, μέσω τοξοστοιχίας με τρία ημικυκλικά τόξα, με μεταγενέστερο πρόσκτισμα τραπεζοειδούς κάτοψης το οποίο αντικατέστησε το αρχικό προστώο του. Στο νότιο τοίχο υπάρχει η μικρή κόγχη του μιχράμπ (mihrab), ενώ στη βορειοδυτική πλευρά της κεντρικής αίθουσας και εξωτερικά της κατασκευής σώζεται η τετράγωνη βάση του μιναρέ. Στη δυτική πλευρά του τεμένους υπάρχει κατασκευή κρήνης «κούββα» (qubba), με τετράγωνη κάτοψη σύγχρονη με την κατασκευή του τζαμιού. Η μεγάλη αίθουσα στεγάζεται με πλινθόκτιστο τρούλο, ο οποίος εδράζεται εξωτερικά σε εξαγωνικό χαμηλό τύμπανο και καλύπτεται από κουρασάνι. Εσωτερικά το τύμπανο είναι κυκλικό και μέσω τεσσάρων σφαιρικών τριγώνων τα οποία εναλλάσσονται με τέσσερα τυφλά αψιδώματα, εδράζεται στην περιμετρική τοιχοποιία.Το μεταγενέστερο βόρειο πρόσκτισμα καλύπτεται από δίρριχτη κεραμοσκεπή. H είσοδος στο τέμενος βρίσκεται στο κέντρο της βόρειας πλευράς και μέσω πέτρινης σκάλας επικοινωνεί με την οδό Φορμίωνος. Η αρχική κατασκευή του προστώου ήταν ορθογώνια με μονοκλινή στέγη, που άφηνε ορατό το τύμπανο του τρούλου. Η μετατροπή αυτή πιθανόν έγινε κατά την περίοδο της Β' Ενετοκρατίας, όταν το Τζαμί χρησιμοποιήθηκε ως αλαταποθήκη, γεγονός που επιβεβαιώνει στα 1874 και ο περιηγητής Ludwig Salvator.
Η τοιχοποιία του τζαμιού αποτελείται από λίθους στο κατώτερο τμήμα και οπτόπλινθους από τη γένεση των τόξων και άνω. Διάκοσμος με οδοντωτές ταινίες από πλίνθους περιτρέχει τη στέψη του τυμπάνου, τη βάση του τρούλου και τη στέψη της τετράγωνης βάσης. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με κεραμικά πλακίδια και τμήμα του είναι ορατό στη νοτιοανατολική γωνία της αίθουσας.
Το φετιχιέ τζαμί έχει αποκατασταθεί και λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος.
Κάστρο Αντίρριου
Ιστορία και στρατηγική σημασία
Το κάστρο του Αντιρρίου είναι κτισμένο στο νοτιότερο άκρο του νομού Αιτωλοακαρνανίας, απέναντι από την Πελοπόννησο. Το οχυρό αυτό, γνωστό και ως «καστέλι της Ρούμελης», μαζί με το αχαϊκό κάστρο του Ρίου, κτίστηκαν σε προϋπάρχουσες οχυρές θέσεις το 1500 με διαταγή του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β', σε διάστημα μόνον τριών μηνών, και αποτελούσαν ένα ισχυρό οχυρωματικό έργο για τον έλεγχο εισόδου – εξόδου από και προς τον Κορινθιακό κόλπο. Το στενό αυτό πέρασμα έκτοτε έμεινε γνωστό με το όνομα «Μικρά Δαρδανέλλια» και ακριβώς εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης αποτέλεσε αντικείμενο έριδας μεταξύ Οθωμανών, Ενετών, Γενοβέζων αλλά και των Ιπποτών της Μάλτας. Η οχυρότητα της θέσης μάλιστα τονιζόταν με την παροιμιώδη έκφραση “ούτε πουλί δεν πετάει ανάμεσα στα κάστρα”. Το κάστρο του Αντιρρίου διανύει μια μακρά περίοδο καταστροφών και επισκευών. Το 1532 πολιορκήθηκε από το Γενοβέζο ναύαρχο Andrea Doria, ο οποίος ενεργούσε για λογαριασμό του μονάρχη των Αψβούργων, Καρόλου Ε'. Οι Οθωμανοί αρχικά αντιστάθηκαν, αλλά στη συνέχεια, υποχωρώντας, το ανατίναξαν. Το οχυρό εγκαταλείφθηκε για ένα χρόνο, οχυρώθηκε όμως ξανά από τους Οθωμανούς το 1533 με μεταφορά πυροβόλων από τη γειτονική Ναύπακτο. Το 1543 ο Οθωμανός ναύαρχος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα μετέφερε στο κάστρο ισχυρές μονάδες πυροβολικού από τη Ναύπακτο. Το 1603, το φρούριο καταστράφηκε από τους Ιππότες της Μάλτας και ξανακτίστηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι το ανατίναξαν το 1687, όταν ο Francesco Morosini τούς ανάγκασε να το εγκαταλείψουν. Το 1687 το κάστρο πιθανόν κτίζεται εκ νέου με σχέδια Eνετών μηχανικών. Οι Ενετοί πιθανόν το είχαν υπό την εποπτεία τους ως το 1699 οπότε με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς παραχωρήθηκε στους Οθωμανούς στους οποίους παρέμεινε έως το 1829, οπότε παραδόθηκε στους Έλληνες με συνθήκη που υπέγραψε ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, αδελφός του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας.Αρχιτεκτονική επισκόπηση
Στη σημερινήτου μορφή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα επιθαλάσσιου οχυρού κυρίως ενετικής αρχιτεκτονικής. Η κάτοψή του είναι σχεδόν εξάγωνη με πολυγωνικούς προμαχώνες στις γωνίες του. Περιβάλλεται στις τρεις πλευρές του από θάλασσα και υγρή τάφρο στο βόρειο τμήμα του, η οποία και το απομόνωνε από την ξηρά. Ερείπια προκεχωρημένων οχυρώσεων προς το εσωτερικό της Αιτωλίας με τη μορφή τάφρου και επιμήκους τείχους που αποκόπτουν τη χερσόνησο από την ενδοχώρα, εντοπίστηκαν σε απόσταση 600 μ. από το κάστρο.Το σωζόμενο οχυρό περιλαμβάνει κυρίως το περιμετρικό τείχος το οποίο διαμορφώνεται με ευθύγραμμη συμπαγή τοιχοποιία, περιμετρικό περίδρομο , διαδοχικές επάλξεις και κανονιοθυρίδες με μέτωπο προς τη θάλασσα. Χαρακτηριστικό είναι το ημικυλινδρικό εξέχον κυμάτιο (cordone) στη βάση του παραπέτου που περιτρέχει εξωτερικά το τείχος. Η κεντρική πύλη του κάστρου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του και οδηγεί μέσω ενός τοξωτού διαδρόμου στο εσωτερικό. Οι κυριότερες μαρτυρίες για το κάστρο αφορούν πηγές του 17ου αι. που αναφέρουν ότι μέσα στο κάστρο του Αντιρρίου υπήρχαν περισσότερα από 89 σπίτια, ισλαμικό τέμενος του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β', μικρό τέμενος (μεστζίτ) του σουλτάνου Σουλεϊμάν και ένα τουρκικό λουτρό.
Σήμερα στο Κάστρο του Αντιρρίου υπάρχουν εργαστήρια συντήρησης της 22ης Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων και αίθουσες για διοργάνωση εικαστικών εκθέσεων.
Είναι επισκέψιμο καθημερινά (εκτός Δευτέρας) ώρες 9:00-17:00.